διαγνωστός

διαγνωστός
διαγνωστός, -ή, -όν (Α) [διαγιγνώσκω]
αυτός που μπορεί κανείς να διακρίνει ή να διαγνώσει.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • διαγνωστός — to be distinguished masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαγνωστόν — διαγνωστός to be distinguished masc acc sg διαγνωστός to be distinguished neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαγνωστή — διαγνωστός to be distinguished fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαγνωστήν — διαγνωστός to be distinguished fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυτταροδιαγνωστική — η ιατρ. διαγνωστική μέθοδος που βασίζεται στη μικροσκοπική μελέτη κυττάρων, τα οποία λαμβάνονται από τον οργανισμό με παρακέντηση ή με απόξεση και επιχρίονται σε αντικειμενοφόρο πλάκα. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ελληνογενούς ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”